- ξυλόχῳ
- ξύλοχοςthicketfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξύλοχος — ξύλοχος, ἡ (ΑΜ) 1. τόπος γεμάτος δένδρα 2. λόχμη, πυκνό δάσος, ιδίως ως κατοικία άγριων ζώων («ἐν ξυλόχῳ... κρατεροῑο λέοντος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. έχει προέλθει από αμάρτυρο *ξυλόλοχος με απλολογία (< ξύλον + λόχος*), δηλ. «φωλιά που … Dictionary of Greek